- καπιτάλι
- τοχρηματικό κεφάλαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. capitale < λατ. capitalis (< θ. capit- τού τ. caput «κεφάλι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καπιτάλι — το (λ. ιταλ.), χρηματικό κεφάλαιο: Χρειάζεται καπιτάλι για την επιχείρηση αυτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καπιταλισμός — ο 1. (κατά την αστική κοινωνιολογία) κεφαλαιοκρατία, κοινωνικό και οικονομικό σύστημα με χαρακτηριστικά γνωρίσματα την πίστη στη δύναμη τού υλικού κεφαλαίου, την αποδοχή τού κέρδους ως κινήτρου τής οικονομικής δραστηριότητας, την αρχή τής… … Dictionary of Greek
καπιταλιστής — ο ο κεφαλαιοκράτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. capitaliste < capital < ιταλ. capitale (βλ. καπιτάλι)] … Dictionary of Greek